κηρίζω

κηρίζω
κηρίζω (Α) [κηρός]
έχω εμφάνιση κεριού, φαίνομαι σαν κερί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κηρίζον — κηρίζω have a waxy appearance pres part act masc voc sg κηρίζω have a waxy appearance pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηριῶν — κηρίζω have a waxy appearance fut part act masc nom sg (attic epic doric) κηριάζω spawn fut part act masc voc sg κηριάζω spawn fut part act neut nom/voc/acc sg κηριάζω spawn fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”